ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
α) Ή έργασία τοΰ Θεού
Διά νά έπανέλθη ό άνθρωπος εις την αρχικήν εύπείθειαν και ταπείνωσιν είναι απαραίτητος ή συνεργασία τοΰ θείου και τοΰ άνθρωπίνου παράγοντος. ’Από τής πρώτης στιγμής τής δημιουργίας τοΰ ανθρώπου, ό Θεός προγνωρίζων την πτώσιν αύτοΰ έργάζεται προς τον σκοπόν αυτόν. Ή Γένεσις (β' 7) μάς πληροφορεί, ότι ό Θεός έπλασε τον άνθρωπον λαβών «χοΰν άπό τής γής». Διατί άραγε δεν έλαβε χρυσόν ή άργυρον ή ένα άπό τά άλλα μέταλλα διά νά κατασκευάση τό σώμα τοΰ ανθρώπου; Πώς δεν έχρησιμοποίησε τον άδάμαντα ή κάποιον άλλον άπό τούς πολυτίμους λίθους, ή έπί τέλους ξύλον; Είναι πολύ σοβαρός ό λόγος, διά τον όποιον προτιμά τό πλέον εύτελές πράγμα εξ όσων ύπάρχουν έπί τής γής- τό χώμα! Καί τον λόγον αύτόν μάς τον φανερώνουν αί τελευταΐαι λέξεις τής καταδικαστικής άποφάσεως· «Γή ει καί εις γήν άπε-λεύση» (Γεν. γ' 19). ’Ήθελε νά κράτηση τον άνθρωπον έν τή καταστάσει τής ταπεινώσεως. Αύτό ήτο τό συμφέρον του. ’Ασφαλώς δε τήν ταπεινήν έκ τής λάσπης
καταγωγήν τοΰ σώματός του θά είχε πολλάκις εΐπει εις τον Άδάμ ό Θεός, όταν κατήρχετο τό δειλινόν εις τον Παράδεισον. Την ύπενθυμίζει και τώρα διά τής άποφάσεως· «χώμα είσαι καί είς τό χώμα θά κατάληξης»! Προεγίνωσκεν ό Θεός ότι τή ύποβολή τοΰ όφε-ως θά έσχημάτιζε μεγάλην ιδέαν ό Άδάμ διά τον έαυ-τόν του, τον όποιον θά ένόμιζε άξιον νά έξισωθή προς ένα έκ τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος· νά γίνη «σάν ένας έξ αύτών»! Καί ότι θά τά κατάφερνε με τήν κενόδοξον ύπερηφάνειάν του, νά αύτοεκμηδενισθή- νά κονιορτοποιηθή, καί νά έπιστρέψη «είς τήν γην έξ ής έλήφθη» (Γεν. γ' 19).
Έδώ τώρα γεννάται τό ερώτημα- διατί ό Παντοδύναμος ενώ προεγνώριζε τήν τοιαύτην έξέλιξιν τών πραγμάτων, δεν έπενέβη νά τήν προλάβη; Άπάντησις: Διά νά μή κατάλυση τήν ελευθερίαν τοΰ άνθρώπου. Διότι ταύτης καταλυομένης θά συγκατελύετο καί ή άνθρωπίνη προσωπικότης, ή οποία έδημιουργήθη κατ’ «Εικόνα» τοΰ Θεοΰ. Ένώ διά τοΰ πταίσματος τοΰ Άδάμ ήμαυρώθη μεν, άλλά δεν κατεστράφη ή είκών. Πάντως τον προειδοποίησε περί τών συνεπειών καί τον άφήκεν έλεύθερον νά έκλέξη μόνος του. Έξ άλλου, διά τών οδυνηρών συνεπειών τής παραβάσεως θά έμάνθανεν όριστικώς, εκείνο τό όποιον δεν κατώρθω-σε νά μάθη διά τής διδασκαλίας, ή όποια έγίνετο κάθε δειλινόν. Θά έπαιρνεν επί τέλους τό μέγα μάθημα τής ταπεινώσεως, τό όποιον θά τοΰ έχρειάζετο καί διά τό αιώνιον μέλλον του, δοθέντος ότι ή ταπείνωσις είναι ένας έκ τών δύο θεμελιωδών καί αιωνίων νόμων τής βασιλείας τοΰ Θεοΰ.
Τον γενάρχην Άδάμ άκολουθοΰν είς μίαν άτελεύτητον φάλαγγα οί άπόγονοί του, σκυφτοί καί ταπεινωμένοι, κατάκοποι καί δακρυσμένοι, διά να καταλήξουν εις τα σκοτεινά ταμεία τοΰ άδου. 'Έως πότε; «Βάδιζε, λαός μου, είσελθε εις τά ταμεία σου, άπόκλεισον την θύραν σου, άποκρύβηθι μικρόν δσον δσον, έως αν πα-ρέλθη ή οργή Κυρίου» (Ήσ. κς' 20). 'Έως δτου έλθη τό πλήρωμα τοΰ χρόνου, έως δτου έλθη Εκείνος, «ή προσδοκία των εθνών» (Γεν. μθ' 10, Γαλ. δ' 4). Τότε «Άνα-στήσονται οί νεκροί, καί έγερθήσονται οί έν τοΐς μνη-μείοις καί εύφρανθήσονται οί έν τή γή» (Ήσ. κς' 19). «Έν τή ήμερα εκείνη έπάξει ό Θεός τήν μάχαιραν τήν άγίαν καί τήν μεγάλην καί τήν ίσχυράν έπΐ τον δράκοντα δφιν φεύγοντα, έπί τον δράκοντα δφιν σκολιόν καί άνελεΐ (= θά φονεύση) τον δράκοντα» (Ήσ. κζ' 1).
"Εως τότε ή θεία δικαιοσύνη θά κάμη τό έργον της. «Έξεζήτησαν καί έξηρεύνησαν προφήται οί περί τής εις ήμάς χάριτος προφητεύσαντες, έρευνώντες εις τίνα ή ποιον καιρόν έδήλου τό έν αύτοϊς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τά εις Χριστόν παθήματα καί τάς μετά ταύτα δόξας» (Α' Πέτρ. α' 10). Ημείς δε όφείλο-μεν εύχαριστεΐν τώ Θεώ «δτι εΐδον οί οφθαλμοί μας τό σωτήριόν του, δ ήτοίμασε κατά πρόσωπον πάντων τών λαών» (Λουκ. 6' 30 - 32). Ή μάχη ήρχισε καί θά συνε-χισθή, έως ου «άποκαλυφθήσεται ό άνομος, δν ό Κύριος αναλώσει τώ πνεύματι τού στόματος αύτού» (Β' Θεσ. 6' 8). Κάθε ώριμος κατά τήν ήλικίαν άνθρωπος γνωρίζει ήδη έκ πείρας καλώς, πώς ταπεινώνουν τον έγωϊσμόν καί συντρίβουν τήν ύπερηφάνειαν τοΰ ανθρώπου, οί κόποι, αί θλίψεις, αί όδύναι, καί ό θάνατος. Δεν χρειάζεται συνεπώς νά γίνη θεωρητική άνά-πτυξις, έκεΐ δπου τά γεγονότα ομιλούν τόσον δυνατά!
Εις τά γενικά παιδαγωγικά μέτρα τά όποια ώρισεν ή άπόφασις τοΰ Θεοΰ, θά πρέπη νά προστεθούν και αί άναπόφευκτοι συνέπειαι τής άνταρσίας, ώς οί διεθνείς και εμφύλιοι πόλεμοι1. 'Ωσαύτως οί καταστρεπτικοί σεισμοί, ών «αίτια ή οργή τοΰ Θεοΰ, τής δε οργής αίτιον αί άμαρτίαι ημών» (Χρυσ. εις Λάζ. λόγ. ς'). Αί πολύνεκροι έπιδημίαι. Επίσης αί θεομηνίαι ώς οί τυφώνες, αί πλημμύρας αί καταστρεπτικοί χαλαζοπτώσεις2, αί άνομβρίαι3 καί οί λιμοί (πεϊναι) τών λαών.
1. Γενική παιδαγωγία τών λαών
'Ότι αί έθνικαί συμφοραί είναι θεομηνίαι, αί όποϊαι παραχωροΰνται άνωθεν διά τάς έξ ύπερηφα-νείας άμαρτίας τών λαών, τό βεβαιώνει, ό ’Ίδιος ό Θεός. 'Όταν ό Δαυίδ, τον όποιον «έπέσεισεν ό διάβολος» (Α' Παραλ. κα' 1), διενήργησε κατ’ είσήγησιν τοΰ πο-νηροΰ πνεύματος τής ύπερηφανείας άπογραφήν τών
1. «’Από τοΰ νϋν έσται μετά σοΰ πόλεμος» (Β' Παραλ. ις' 9).
— «Εί φωνήσει σάλπιγξ έν πόλει καί λαός ού πτοηθήσεται. Εϊ εσται κακία (= συμφορά) έν πόλει, ήν ό Κύριος ούκ έποίησε» (Άμώς γ' 6).
— «Και έλάλησε Κύριος... και ούκ έπήκουσαν. Και ίίγαγε Κύριος έπ’ αυτούς άρχοντας τής δυνάμεως (= τάς στρατιωτικός δυνάμεις) τοΰ Βασίλειος Άσσούρ (= τής ’Ασσυρίας)». Καί έδεσαν τόν βασιλέα αυτών Μα-νασσήν... «καί ώς έθλίβη... καί έταπεινώθη σφόδρα... έπέστρεψεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ έπί την βασιλείαν αύτοΰ» (Β' Παραλειπ. λγ' 10-11).
2. «’Ιδού εγώ ΰω (= ρίπτω) ταύτην τήν ώραν αΰριον χάλαζαν πολλήν σφόδρα» (’Έξοδ. θ' 18).
«Έπάταξα ύμάς έν αφορία (= άκαρπία) καί άνεμοφθορία (= με καταστρεπτικούς άνέμους) καί έν χαλάζη πάντα τά έργα τών χειρών ημών καί ούκ έπεστρέψατε προς με λέγει Κύριος» (Πρόφ. Άγγαϊος 6' 17).
3. «Καί συντρίψω τήν ύβριν τής ύπερηφανείας ύμών, καί θήσω τον ουρανόν ύμϊν σιδηροΰν καί την γην ύμών ώσεί χαλκήν», μη άποστέλ-λων δηλαδή βροχάς (Λευϊτ. κς' 19).
δυναμένων νά φέρουν όπλα, ό Θεός έστειλε προς αύτόν τον προφήτην Γάδ και τοΰ είπε- «τάδε λέγει Κύριος»: Τρία κακά θέτω ενώπιον σου... έκλεξαι (= διάλεξε) τί προτιμάς: «εϊ έλθη σοί τρία έτη λιμός έν τή γή σου, ή τρεις μήνας φεύγειν σε έμπροσθεν των εχθρών σου και έσονται διώκοντές σε (πόλεμος), ή γενέσθαι τρεις ημέρας θάνατον έν τή γή σου (= θανατικόν εις τον λαόν σου)· γνώθι και ίδέ τί άποκριθώ τώ άποστεί-λαντί με (σκέψου καί πές μου τί νά άπαντήσω εις τον Κύριον, ό όποιος με άπέστειλε)» (Β' Βασ. κδ' 13). Ό Δαυίδ ήτο δούλος τοΰ Θεού. Διά τούτο ό "Υψιστος συγκαταβαίνει καί δίδει εξηγήσεις προς αύτόν, αί όποΐαι είναι πολύτιμα μαθήματα δι’ όλους τούς λαούς, όλων των αιώνων. ’Αλλά καί ή τελευταία διακήρυξις τού ’Ιησού τού Ναυή προς όλας τά φυλάς τού ’Ισραήλ λέγει-«ούκ έν τή ρομφαία σου ούδέ έν τώ τόξω σου έδωκεν ύμΐν γήν, έφ’ ήν ούκ έκοπιάσατε επ’ αύτής, καί πόλεις ας ούκ ωκοδομήσατε καί κατωκίσθητε έν αύταϊς» (’Ιησούς τού Ναυή κδ' 12, 13).
Διατί ή Αγία Γραφή χαρακτηρίζει ταπείνωσιν τάς ύποδουλώσεις καί αιχμαλωσίας τών λαών; Ό Θεός λέγει· «Μη μιαίνεσθε (= μη μολύνεσθε με τά βδελυρά άμαρτήματα), έν πάσι γάρ τούτοις έμιάνθησαν τά έθνη, ά έγώ έξαποστέλλω προ προσώπου ύμών (= τά όποια έγώ έκδιώκω άπό έμπρός σας» (Λευϊτ. ιη' 24). Ή άμαρτία εις την ούσίαν της είναι έπανάστασις καί ανταρσία κατά τού Θεού. Είναι ανυπακοή προς τον νόμον Του, τήν όποιαν έμπνέει ό ύπερήφανος διάβολος. Δι’ αύτόν τον λόγον καί ό ’Ισραήλ έσύρθη αιχμάλωτος ύπό τού Ναβουχοδονόσορος εις Βαβυλώνα. "Οταν δε έταπεινώθη καί μετενόησεν ήλευθερώθη ύπό τοΰ Θεού
διά τοϋ Κόρου. Διό λέγει- «Έγώ Κύριος ό Θεός ό ποιων πάντα ταϋτα» (Ήσ. με' 7). Έρμηνεύων ό Θεοδώρητος τό χωρίον τοϋτο λέγει- «άμφότερα γάρ εγώ (ό Θεός) πεποίηκα- Έγώ καί τώ Ναβουχοδονόσορι εις τιμωρίαν έχρησάμην καί τον Κόρον τής ελευθερίας ύπουργόν προυβαλόμην». «Έγώ έταπείνωσα αύτόν καί έγώ κα-τισχύσω αύτόν» (Ώσηέ ιδ' 9). «Έν τή ταπεινώσει ήμών έμνήσθη ήμών ό Κύριος καί έλυτρώσατο ημάς έκ τών εχθρών ύμών» (Ψαλ. ρλε' 23). Δεν άναφέρονται άπο-κλειστικώς καί μόνον εις την έν Αίγύπτω δουλείαν οι στίχοι ουτοι, δτε «έστέναξαν οί υιοί ’Ισραήλ καί άνέβη ή βοή αύτών προς τον Θεόν» (Έξόδ. 6' 22), άλλα καί εις πάσαν άλλην έθνικήν των περιπέτειαν, συμπεριλαμβα-νομένης καί τής Βαβυλωνιακής, έκ τής όποιας προ μικρού άπηλλάγησαν.
Πόσον δε έταπεινώθη, ή γενεά έκείνη τών ’Ιουδαίων κατά τήν αιχμαλωσίαν αύτήν, ή οποία διήρκεσεν έβδομήκοντα έτη, ώς προεΐπεν ό Θεός διά τοϋ Προφήτου Ίερεμίου, βλέπομεν εις τήν προσευχήν τών τριών παίδων, οί όποιοι εις τό μέσον τοϋ πυρός τής καμίνου έλεγον: «ήμάρτομεν καί ήνομήσαμεν άποστήναι άπό σοϋ... καί παρέδωκας ήμάς εις χεΐρας έχθρών ανόμων... έσμικρύνθημεν παρά πάντα τά έθνη... άλλ’ έν ψυχή συντετριμμένη καί πνεύματι ταπεινώσεως προσδε-χθείημεν (= είθε νά γίνη δεκτή ή προσευχή μας)». Με τήν αύτήν ταπείνωσιν προσηύχετο καί ό συναιχμάλω-τος προφήτης Δανιήλ λέγων- «ήμάρτομεν, ήδικήσαμεν, ήνομήσαμεν... καί πάς ’Ισραήλ παρέβησαν τον νόμον σου καί έξέκλιναν τοϋ μή άκοΰσαι τής φωνής σου, καί έπήλθεν έφ’ ήμάς ή κατάρα καί ό όρκος ό γεγραμμένος έν Νόμω Μωϋσέως...» (Δανιήλ θ' 5. 11). Αί φοβεραί
αύταί κατάραι, τάς οποίας προεφήτευσεν ό Μωΰσής, άναφέρονται εις τό κεφ. κς' τοΰ Λευϊτικοΰ και επαναλαμβάνονται εις κη' τοΰ Δευτερονομίου, αί όποΐαι έγράφησαν ύπ’ αύτοΰ προ χιλίων ετών προ τοΰ Προφήτου Δανιήλ. Προφήτης έρμηνεύει Προφήτην!
Ό δε Προφήτης ’Ιεζεκιήλ, αιχμάλωτος καί αύτός έν Βαβυλώνι είδεν δράματα φοβερά. Προεΐδε τον όλεθρον τής 'Ιερουσαλήμ. Μελέτησε άναγνώστα, την φοβέραν αυτήν Προφητείαν, ή όποια έπραγματοποιήθη μέχρι κεραίας, διότι ισχύει καί διά τούς καιρούς μας. Τα ίδια αίτια προκαλοΰν τάς ιδίας συνέπειας. Ή προ-φητευθεΐσα καί πραγματοποιηθεΐσα άνατριχιαστική καταστροφή τοΰ Ίουδαϊκοΰ Έθνικοΰ Κέντρου, είναι παράδειγμα καί προειδοποίησις δι’ ήμάς. Ό προφήτης λέγει- «Ή ράβδος ήνθησεν, ή ΰβρις έξανέστηκε (= ή ράβδος ήνθησεν, ή ύπερηφάνεια έξηγέρθη), καί συντρίψει στήριγμα άνομου» (ζ' 10). Ό Θεός εξεγείρει φαυλοτέ-ρους, διά νά πατάξουν τούς φαύλους (Ν. Δαμαλάς).
Περί τής Ιερουσαλήμ λέγει ό ίδιος προφήτης «ή πόλις έπλήσθη άδικίας καί ακαθαρσίας (= διαφθοράς)» (θ' 9). ’Αλλά ή διαφθορά εκείνη ήτο κρυφή (Έφ. ε' 12), ένώ τώρα θεωρείται άνέγκλητος δι’ άπο-φάσεων των Κοινοβουλίων. Ή άδικία κατά τής ζωής (αμβλώσεις), καί ή άκαθαρσία (άθώωσις των παθών τής άτιμίας) εξωθούν προς τον κυνισμόν. Ή άναισχυν-τία ύπερβαίνει την διαφθοράν τής 'Ιερουσαλήμ καί αύτών άκόμη τών Σοδόμων. Ή άχρειότης έκείνων ώχριά ενώπιον τής ίδικής μας. Δεν χρειάζεται λοιπόν προφητικόν πνεύμα διά νά καταλάβωμεν εις ποιον ση-μεΐον εύρισκόμεθα. Ό ’Ιεζεκιήλ όμιλεΐ καί διά τό άγια-στήριον (θ' 6). Ό θυμός τοΰ Θεού έξεκαύθη. Δεν θά καούν δμως τά χλωρά μαζύ μέ τά ξερά. 'Όπως τότε είπε* «δίελθε μέσην 'Ιερουσαλήμ και δός τό σημεΐον έπί τά μέτωπα των άνδρών των καταστεναζόντων και κα-τωδυναμένων έπί πάσαις ταΐς άνομίαις ταΐς γινομέ-ναις εν μέσω αύτής» (θ' 4), έτσι καί τώρα, άγρυπνεΐ διά τούς ίδικούς του, καί θά ειπτγ «έπί δε πάντας έφ’ ούς έστί τό σημεΐον, μή έγγίσητε» (θ' 6). Λοιπόν αί συντετριμμένοι καί κατώδυνοι καρδίαι, ό κατά πνεύμα ’Ισραήλ, έλπισάτω έπί τον Κύριον.
2. Παιδαγωγία ταπεινώσεως τής Εκκλησίας Οί διωγμοί των Χριστιανών
Οί ιστορικοί δίδουν την έρμηνείαν των περί τών έλατηρίων καί τών σκοπών τών διαφόρων διωκτών τών Χριστιανών. ’Αλλά τί είναι οί άνθρωποι ένώπιον τού Παντοδυνάμου Θεού; ’Αθύρματα. Μέ ένα φύσημα θά ήδύνατο νά τούς ρίψη εις την θάλασσαν, ώς άλλοτε τάς άκρίδας τής Αίγύπτου. Παραμένει λοιπόν τό βασικόν έρώτημα. Διατί ό Θεός παραχωρεί τούς διωγμούς κατά τών τέκνων του; Πριν δώσωμεν την άπάντησιν είναι άνάγκη καί πάλιν νά έπαναλάβωμεν τό «τις έγνω νούν Κυρίου;». ’Έπειτα δε νά προσθέσωμεν, δτι αί ένέργειαι ή παραχωρήσεις τού Θεού έχουν πολλούς στόχους, έπίκεντρον τών οποίων είναι ή ταπείνωσις -ή μετάνοια - ό άγιασμός εις τον παρόντα βίον, τά όποια άποτελοΰν τό άσφαλές είσιτήριον διά την αίω-νίαν χαράν τού Κυρίου μας. "Ενας έκ τών στόχων τών διωγμών είναι ή μαρτυρία (Μάρκου ιγ' 9). Ό Κύριος μακαρίζει τούς διωκομένους πιστούς (Ματθ. ε' 10, 11). Ό δέ άπόστολος Παύλος λέγει* «ύμϊν έχαρίσθη τό ύπέρ Χρίστου... πάσχειν» (Φιλ. α' 29). Ό Ν. Δαμαλάς έρμηνεύων τό «μετά διωγμών» (Μαρ. ι' 30), λέγει-«τοΰτο εμφαίνει και τούς διωγμούς ώς επαυξάνοντας την τελείαν αμοιβήν εν τώ μέλλοντι βίω, καί κατά τοΰτο δώρον καί άμοιβήν».
Είδικώς ώς προς τον στόχον τής Ταπεινώσεως, τον όποιον έχουν οί διωγμοί, έχομεν τάς εξής πληροφορίας. "Οτι οί διωγμοί ταπεινώνουν, τό γράφει ό άπόστολος Παύλος καί εις την Β' προς Κορινθ. ζ' 5 λέγων- «έλθόν-των ήμών εις Μακεδονίαν, ούδεμίαν έσχηκεν άνεσιν ή σάρξ ήμών, άλλ’ έν παντί θλιβόμενοτ έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι (διά τούς άσθενεΐς τών πιστών, μή παρα-συρθώσι). Άλλ’ ό παρακαλών τούς ταπεινούς παρεκά-λεσεν ήμάς ό Θεός». Ό Ιερός Χρυσόστομος λέγει, δτι ό διωγμός καταστέλλει δλα τά πάθη, έν οΐς καί «τύφον (= ύπερηφάνειαν), ήδονήν, θυμόν, κενοδοξίαν κ.λπ.». 3
3. ’Ατομική διαπαιδαγώγησις
Έκτος δμως τών γενικών παιδαγωγικών μέτρων, τά όποια άναφέρθησαν προηγουμένως, έχομεν καί τήν έξειδικευμένην παιδαγωγίαν ταπεινώσεως. Εκείνην δηλαδή τήν όποιαν ό μέγας παιδαγωγός παραχωρεί νά έφαρμοσθή άτομικώς καί άναλόγως προς τον χαρακτήρα καί τήν ιδιαιτέραν αποστολήν έκάστου.
Παραδείγματα τοιαϋτα έκ τής ίεράς Παραδόσεως τής Εκκλησίας καί έκ τής Αγίας Γραφής, θά ήδυνά-μεθα νά άναφέρωμεν τήν άφάνειαν καί άσημότητα προσώπων καταγομένων εξ ενδόξων προγόνων, ώς ή Θεοτόκος, ή όποια κατήγετο έκ τοΰ Βασιλικού γένους Δαυίδ (Λουκ. α' 48). ’Ατεκνίας, ώς τών Θεοπατόρων,
’Ιωακείμ και ’Άννης, Ζαχαρίου και Ελισάβετ (Λουκ. α' 18) καί τής μητρός τοϋ Προφήτου Σαμουήλ ’Άννης (Α' Βασ. α' 11). Σωματικός έλλείψεις καί άδυναμίας, ως ή βραδυγλωσσία τοϋ Μεγάλου Μωϋσέως (Έξοδ. δ' 10). "Υβρεις καί προσβολάς, ώς τοϋ Δαυίδ έκ μέρους τοϋ Σεμεΐ (Β' Βασιλ. ις' 11, 12)1. Καθαιρέσεις άπό ύψηλών άξιωμάτων, ώς τοϋ Μανασσή, (Β' Παραλειπ. λγ' ΙΟΙ 3) καί τοϋ βασιλέως Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορος (Δαν. δ')· Πτώσεις αύτοπεποιθότων, ώς ή άρνησις τοϋ άποστόλου Πέτρου (Μάτ. κς' 31-35, 75). ’Ατομικός καί παρατεταμένας άσθενείας χαρισματούχων, ώς τοϋ άποστόλου Παύλου (Β' Κορ. ιβ' 7), καί άλλα.
Ταΰτα δεν ενεργεί βεβαίως ό Θεός, άλλα τα παραχωρεί- δηλαδή δεν έπεμβαίνει δια τής Παντοδυναμίας του να τα προλάβη καί τα ματαιώση, ώς θα ήδύνατο καί ώς πράττει πολλάκις καί εν άγνοια μας δι’ άλλα. Ταΰτα δεν άποτελοΰν πάντοτε τιμωρίας, είς πάντας όμως παραχωροΰνται προς ταπείνωσιν. Ό άγιος Νικόδημος ό άγιορείτης γράφει- «ό Θεός κινούμενος είς συμπάθειαν τής ταλαιπωρίας τής παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεί νά μάς έρχωνται οί πειρασμοί καί κάποτε νά είναι πολύ φρικτοί καί φοβεροί κατά διαφόρους τρόπους, διά νά ταπεινούμεθα καί νά γνωρίζωμεν τον εαυτόν μας, αν καί φαίνωνται πώς είναι άνωφε-λεϊς- καί έδώ δείχνει έν ταυτώ την άγαθότητα καί την σοφίαν του, έπειδή με εκείνο όπου φαίνεται είς ήμάς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μάς ώφελεΐ, έπειδή ταπεινούμεθα περισσότερον, τό όποιον είναι πλέον
1. Πρ6λ. καί την ύπόμνησιν: Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ· έγώ έλα-6όν σε έκ τής μάνδρας έξόπισθεν τών ποιμνίων τού είναι είς Ηγούμενον έπΐ τον λαόν ’Ισραήλ (Α' Παραλ. ιζ’ 7).
χρειαζόμενον άπό δλα εις την ψυχήν μας» (’Αόρατος Πόλεμος).
Ό Νώε «έπιεν εκ τοΰ οίνου και έμεθύσθη». Πρόσεξε άναγνωστά μου, ότι ή Γραφή δεν άποσιωπά, άλλ’ άναφέρει τό πάθημα τοΰ Νώε. Θέλει νά μάς διδάξη... ότι ό άνθρωπος, όσον δίκαιος και τέλειος καί άν είναι, πάντα άνθρωπος είναι, άδύνατος, άσθενής, εύκολος εις τήν πτώσιν. Καί μάλιστα διά νά κρατή εις τήν τα-πείνωσιν τούς ανθρώπους του ό Θεός, επιτρέπει καμ-μιά φορά νά γλυστροΰν εις μικροπτώσεις ή καί εις σο-βαρώτερα αμαρτήματα, διά τά όποια έπειτα πολύ γρήγορα μετανοούν καί συντρίβονται καί ωφελούνται μάλλον παρά βλάπτονται έξ αύτών. ΓΓ αύτό βλέπεις τον Νώε νά μεθάη τώρα- υστέρα θά ΐδης τον μέγαν Δαυίδ νά γλυστρά εις δύο μεγάλα άμαρτήματα, καί τον κορυφαΐον άπόστολον Πέτρον, τήν πέτραν τής πί-στεως, ν’ άρνήται μεθ’ όρκου τήν πίστιν του τρίς εις τήν αύλήν τοΰ άρχιερέως.
Κατά κοινήν πείραν τής άνθρωπότητος, οί χρόνοι κατά τούς όποιους έκδηλοΰνται ειδικά πνευματικά χαρίσματα ή άνώτεραι εξάρσεις, συνοδεύονται ύπό περιστάσεων ιδιαιτέρων δοκιμασιών καί πειρασμών. Ό κανών είναι γενικός. ’Εκείνο όμως τό όποιον προκαλεϊ μεγάλην έντύπωσιν όσον άφορά ήμάς τούς δούλους, είναι, ότι ό Θεός παραχωρεί πολλάκις τάς ταπεινοποι-ούς αύτάς δοκιμασίας αμέσως, σχεδόν ταυτοχρόνως προς τάς δωρεάς Του ή τάς επιτυχίας τών δούλων Του, ώστε νά προληφθή ή άνάπτυξις τοΰ κακοήθους όγκου. Ή ταχυτάτη αύτή δράσις τής Θείας Προνοίας, ή όποια έχει ενίοτε τήν μορφήν αμέσου χειρουργικής έπεμβά-σεως, είναι πολλάκις οδυνηρά καί προκαλεϊ τά δάκρυά μας. Εξυπηρετεί όμως άριστά τό εργον τής ταπεινώ-σεως. Μεγάλην νίκην έπέτυχεν ό Σαμψών μόνος αύτός με μίαν ξηράν σιαγόνα όνου. Ή νίκη ήτο τοΰ Θεοϋ. Ό κίνδυνος όμως να θεώρηση ταύτην ίδικήν του ό Σαμψών ήτο μεγάλος. Άλλ’ ό Θεός ήγρύπνει. Διό καί ό Σαμψών έδίψησε σφόδρα καί εκλαυσε προς Κύριον, «καί ερρηξεν (= διέρρηξεν) ό Θεός τον λάκκον (εις τον όποιον εΐχε πετάξει την σιαγόνα ό Σαμψών), καί έξήλθεν έξ αύτοΰ ύδωρ καί έπιε, καί έπέστρεψε τό πνεύμα αύτοΰ καί εζησε» (Κριτ. ιε' 19).
Καί ό άπόστολος Πέτρος την μίαν στιγμήν έδέχθη άπό Θεού άποκάλυψιν καί διεκήρυξε* «συ ει ό Χριστός ό υιός τοΰ Θεού τοΰ ζώντος». Διό καί έμακαρίσθη ύπό τοΰ Κυρίου Ίησοΰ, όστις «είπεν αύτώ- μακάριος εί, Σιμών Βαριωνά, ότι (= διότι) σάρξ καί αίμα ούκ άπεκά-λυψέ σοι, άλλ’ ό Πατήρ μου ό έν τοΐς ούρανοΐς», καί την άλλην στιγμήν, σχεδόν ολίγον μετά τήν πρώτην, έδέχθη άπό τοΰ ίδιου στόματος τοΰ Κυρίου τήν ψυχρολουσίαν «ύπαγε όπίσω μου, σατανά, σκάνδαλόν μου ευ ότι (= διότι) ού φρονείς τά τοΰ Θεοΰ, άλλα τα των ανθρώπων» (Ματθ. ις' 16-23). Δηλαδή τήν μίαν στιγμήν ύψώθη εις τον ούρανόν καί τήν άλλην κατεβι-βάσθη εις τήν άβυσσον. ’Άς τά έχωμεν αύτά ύπ’ όψιν οί παιδαγωγούμενοι δούλοι, διά να μή τά χάνωμεν καί άπελπιζώμεθα.
Ταΰτα διδάσκει καί ό μέγας ’Ισαάκ ό Σύρος λέγων «Μακάριος άνθρωπος ό γινώσκων τήν έαυτοΰ άσθέ-νειαν (= πνευματικήν άδυναμίαν)... Ούδείς δε δύναται να αίσθανθή τήν έαυτοΰ άσθένειαν, εάν μή παραχω-ρηθή (άνωθεν) μικρόν τοΰ πειρασθήναι, ή έν τοΐς κα-ταπονοΰσι τό σώμα ή τήν ψυχήν... Διά τούτο άφίησιν ό Κύριος αιτίας ταπεινώσεως καί συντριμμοΰ καρδίας έπί τούς άγιους, ϊνα δι’ έμπόνου προσευχής προς αυτόν (τον Θεόν) έγγίζουσι διά ταπεινώσεως οί άγαπώντες αυτόν. Καί πολλάκις έκφοβεΐ αυτούς τοΐς πάθεσι τής φύσεως, καί δι’όλισθημάτων αισχρών καί μιαρών ενθυμήσεων πολλάκις δε καί δι’ όνειδισμών καί ύβρεων καί άνθρωπίνων κολαφισμών ενίοτε δε νόσοις καί άρρω-στήμασι σωματικοΐς καί άλλοτε πτωχεία καί ένδεια τής άναγκαίας χρείας. Καί ποτέ μεν πόνοις φόβου δεινού καί έγκαταλείψει, καί πολεμώ φανερώ τού διαβόλου... Καί ταΰτα πάντα γίνεται, ΐνα σχώσιν αιτίας τού ταπεινωθήναι... Λοιπόν πρέπει τώ πορευομένω έν τή όδώ τού Θεού εύχαριστήσαι Αύτώ έν πάσι τοΐς έπερ-χομένοις αύτώ (= τοΐς συμβαίνουσιν εις αύτόν) καί μέμψασθαι καί καθυβρίσαι (νά κατηγορή καί νά έλε-εινολογή) την έαυτοΰ ψυχήν καί γνώναι ότι ούκ αν πα-ρεχωρήθη ύπό τού Προνοητοϋ (Θεού), εί μή διά τινα άμέλειαν... Καί (ας) μή θορυβηθή διά τούτο μήτε έκπη-δήση τού σταδίου τού άγώνος...» (Λόγ. κα')·